- πλήκτρανθος
- (plectranthus). Πόα της οικογένειας των χειλανθών με φύλλα αντίθετα και άνθη γαλάζια, συγκεντρωμένα σε βότρυς με δυνατό άρωμα. Είναι γνωστά περισσότερα από 100 είδη, όλα των τροπικών περιοχών και της Ωκεανίας.
* * *ὁ, Νβοτ.γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας λαμιίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plectranthus < πλήκτρο + άνθος].
Dictionary of Greek. 2013.